- σεβρό
- το(λ. γαλλ.), άκλ., είδος δέρματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σεβρό — το, Ν άκλ. λεπτό και μαλακό κατεργασμένο δέρμα κατσικιού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή δερμάτινων ειδών, ιδίως υποδημάτων και γαντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chevreau «κατσικάκι» υποκορ. τού chevre (< λατ. capra «κάπρος»)] … Dictionary of Greek